-
1 длина
το μήκ/οςв - у στο -, σε -- вылета (напр. струи воды) βεληνεκές -, η ακτίνα-камеры сгорания (ркт.) - του θαλάμου καύσηςразрывная - θραύσης, το μέγιστο μήκος αναρτημένου σύρματοςίνας κ.λπ. στο οποίο το σύρμα δεν κόβεται κάτω από το ίδιο βάρος- судна полная ολικό/μέγιστο - του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > длина
-
2 пережать
-
3 перемолотить
-лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемолоченный, βρ: -чен, -а,. -оρ.σ.μ.1. αλωνίζω στουμπύζω (όλο, πολύ)•всю пшеницу αλωνίζω όλο το σιτάρι.
2. ξανα-λωνίζω ξαναστουμπίζω. -
4 зима
зим||аж ὁ χειμών(ας):суровая \зима ὁ δριμύς χειμών, ἡ βαρυχειμωνιά· в разгаре \зимаы στήν καρδιά τοῦ χειμώνα· всю зи́му ὀλο τόν χειμῶνα· прошлой \зимао́й πέρσι τό χειμώνα· с наступлением \зимаы μέ τόν ἐρχομό τοῦ χειμώνα· ◊ сколько лет, сколько зим! разг χρόνια καί ζα-μάνια, σάν τά χιόνια! -
5 переграфить
-флю, -фишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переграфленный, βρ: -лен, -лена, -лено; ρ.σ.μ.1. ξαναριγώνω, ξαναχαρακώνω.2. ριγώνω πολύ, πολλά•переграфить всю бумагу ριγώνω όλο το χαρτ ί.
-
6 перепрясть
-яду, -ядшь, παρλθ. χρ. перепрял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пе-репряденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ. κλώθω, γνέθω•перепрясть всю шерсть κλώθω όλο το μαλλί.
-
7 протыкать
ρ.σ.μ.(απλ.) τρυπώ•протыкать всю бумагу τρυπώ όλο το χαρτί•
протыкать дыры в бумаге κάνω τρύπες στο χαρτί.
ρ.δ.βλ. проткнуть,τρυπιέμαι. -
8 весь
весь 1всего α., вся, -ей θ., все, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αντων.1. όλος, -η, -ο,άπας, -α, -αν•весь день όλη τη μέρα•
весь мир όλος ο κόσμος•
вся страна όλη η χώρα•
все население όλος ο πληθυσμός•
все люди όλοι οι άνθρωποι•
со всех сторон από παντού•
всеми силами με όλες τις δυνάμεις.
|| με σημ. κατηγ. τελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι•молоко-то у нас все το γάλα μας τέλειωσε.
2. ολόκληρος, όλος• ακέριος•он весь в поту είναι κάθιδρος•
он весь в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα.
3. ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα•все для победы όλα για τη νίκη•
для меня ты все για μένα εσύ είσαι το παν.
4. η γεν. всего, всех με συγκρ. β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα•лучше всех καλύτερα απ’ όλους.
5. Με όλο(ν), όλη•во весь голос μ’ ολη τη δύναμη της φωνής•
изо всех сил μ’ όλες τις δυνάμεις•
при всем том παρ’ ολ! αυτά, εν τούτοις•
во всю силу μ’ όλη τη δύναμη.
εκφρ.без – κ. безо всего χωρίς τίποτε•все равно – το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγμα είναι, το ιδιο είναι, ένα και το αυτό• είναι αδιάφορο• είτε έτσι, είτε αλλιώς• και όμως, εν τούτοις, παρ όλ’ αυτά, μ’ όλα ταύτα•все одно – το ιδιο είναι•все до одного – όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο•весь всего хорошего – (αποχαιρετισμός) στο καλό•вот и все – τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν όλο•все одно – κ. все едино βλ. πιο πάνω•все равно• по всему – απ’ όλα (τα σημάδια).весь 2-и θ.παλ. χωριό. -
9 перечеркать
κ. перечркатьρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перечрканный, βρ: -кан, -а, -оδιαγράφω, σβήνω (όλο, πολύ κ.τ.τ.)• всю рукопись он -ал όλο το χειρόγραφο αυτός το γέμισε σβησίματα. -
10 взваливать
взваливатьнесов, взвалить сов φορτώνω, ρίχνω πάνω, ἐπιρρίπτω:\взваливать всю работу на кого́-л. φορτώνω ὅλη τή δουλειά σέ κάποιον \взваливать всю вину на кого-л. ρίχνω (или φορτώνω) ὀλο τό φταίξιμο σέ κάποιον. -
11 пронизать
пронизатьсов, пронизывать несов (δια)περνῶ, τρυπώ / περονιάζω (о холоде, ветре):пронизывать до костей τρυπώ ὡς τά κόκκαλα· эта мысль пронизывает всю книгу αὐτή ἡ Ιδέα διαποτίζει ὅλο τό βιβλίο. -
12 разбрызгать
разбрызгатьсов, рвзбрызгивать несов σκορπίζω ραντίζοντας/ πιτσιλίζω, ραντίζω (духи):\разбрызгать всю воду σκορπίζω ραντίζοντας ὅλο τό νερό. -
13 ширь
ширьж (простор) τό πλατος, τό φάρδος:во всю \ширь σ' ὅλην τήν ἐκταση, σ' ὅλο τό πλάτος καί φάρδος. -
14 видно
1. απρόσ. ως κατηγ. φαίνεται, είναι ορατές, θεατός•отсюда всю деревню видно απ’ εδώ φαίνεται όλο το χωριό.
2. επίρ. προφανώς, όπως φαίνεται•он, как, недоволен αυτός, όπως φαίνεται, είναι δυσαρεστημένος.
εκφρ.видно будет – θα φανεί, Θα δούμε. -
15 занять
занять 1ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. занять 2)δανείζομαι χρήματα.занять 2займу, займешь, παρλθ. χρ. занял,) -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. занявший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занятый, βρ: -нят, -а, -оρ.σ.μ.1. (για χώρο) καταλαμβάνω, πιάνω•книги -ли всю полку τα βιβλία έπιασαν ολο το ράφι.
|| πιάνω θέση•судьи -ли свой места οι δικαστές κατέλαβαν τις θέσεις τους.
|| πιάνω υπηρεσιακή θέση•занять место секретаря πιάνω δου λειά γραμματικού.
|| παίρνω θέση σε αγώνισμα.2. κυριεύω•занять крепость κυριεύω φρούριο.
3. απασχολώ, τρώγω (για χρόνο).4. απασχολώ, δίνω δουλεία. τραβώ, κινώ το ενδιαφέρο. || προξενώ χαρά, διασκεδάζω, φαιδρύνω, καλοκαρδίζω.εκφρ.дух (ή дыхание) заняло (занимает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή•занять оборону – πιάνω αμυντική γραμμή. -
16 зима
-
17 избить
изобью, изобьшь, προστκ. избей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. избитый, βρ: -бит, -а, -о ρ.σ.μ.1. δέρνω,, χτυπώ•избить до полу-смрти δέρνω μέχρι αναισθησίας.
2. παλ. εξοντώνω, ξεκάνω, αφανίζω•ворвавшись в город завоеватели -ли всё население поголовно σαν εισόρμησαν στην πόλη οι καταχτητές, αφάνισαν όλον τον πληθυσμό.
3. βλάφτω, χαλνώ, αχρηστεύω•-ли-всю дорогу телегами χάλασαν όλο το δρόμο με τα κάρα.
1. χτυπιέμαι, μωλωπίζομαι•падая с лестницы, он весь -ился πέφτοντας αυτός από τη σκάλ.α καταχτυπήθηκε.
2. βλάφτομαι,χαλνώ, αχρηστεύομαι. -
18 отжарить
ρ.σ.μ.1. αποψήνω, αποτηγαν ίζω, α-ποκαβουρδίζω• τελειώνω το ψήσιμο, το τηγάνισμα, το καβούρδισμα.2. μτφ. (απλ.) εκτελώ, φτιάχνω κ.τ.τ. γρήγορα, ολοταχώς•он -ил за час восемь километров αυτός έτρεξε για μιά ώρα οχτώ χιλιόμετρα•
всю книгу она -ла за один день όλο το βιβλίο αυτή το διάβασε για μιά μέρα•
он -ил трепака αυτός χόρεψε τρεπάκι.
|| μαλώνω. || χτυπώ, δέρνω•-кнутом μαστιγώνω, χτυπώ με το βούρδουλα.
-
19 перетрепать
-треплю, -треплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетрпанный, βρ: -пан, -а, -о ρ.σ.μ.1. κοπανίζω (όλο, πολύ).2. παλ. φθείτ ρω, κάνω ράκος•перетрепать всю одежду φθείρω όλα τα ενδύματα.
-
20 прокурить
-курю, -куришь, παθ. μτχ. παρλθ. прокуренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.1. καπνίζω•он -ил всю квартиру αυτός κάπνισε όλο το διαμέρισμα.
2. ζοδεύω στο κάπνισμα/-ил я много денег μού φυγαν πολλά λεφτά στο κάπνισμα.3. καπνίζω (για ένα χρον. διάστημα)•прокурить до поздней ночи καπνίζω ως αργά τη νύχτα.
καπνίζομαι, γεμίζω καπνό.υ-ποκαιω, -ομαι, υποθάλπω.
- 1
- 2